ηγγυημένος

ηγγυημένος
η , ο[ν]
1) гарантированный, обеспеченный;

ηγγυημένη ποιότητα — гарантированное качество;

2) прочный, надёжный;
3) несомненный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ηγγυημένος" в других словарях:

  • ηγγυημένος — και εγγυημένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εγγυώμαι) (για εργασία ή πράγμα, εμπόρευμα κ.λπ.) με ασφάλεια, με θετικότητα, με βεβαιότητα καλός, καλής ποιότητας (α. «εγγυημένη ποιότητα, εργασία» κ.λπ. β. «εγγυημένο μηχάνημα, προϊόν» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • ἠγγυημένος — ἐγγυάω give perf part mp masc nom sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»